- πικρόγαμος
- πικρόγαμοςattaining a bitter kind of marriagemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πικρόγαμος — ον, Α αυτός που έκανε πικρό γάμο, στον οποίο ο γάμος έφερε πίκρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γάμος] … Dictionary of Greek
πικρογάμου — πικρόγαμος attaining a bitter kind of marriage masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρογάμους — πικρόγαμος attaining a bitter kind of marriage masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρόγαμοι — πικρόγαμος attaining a bitter kind of marriage masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… … Dictionary of Greek